- συλληΐζομαι
- συλληΐζομαι,A join in plundering, J.BJ2.22.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλληΐζομαι — ΜΑ λεηλατώ, ληστεύω μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ληΐζομαι «λεηλατώ, λαφυραγωγώ»] … Dictionary of Greek